- ῥύμην
- ῥύμηforcefem acc sg (attic epic ionic)ῥύ̱μην , ῥύομαιse-sru-aor ind mp 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προϋπεκλύω — Α χαλαρώνω προηγουμένως κάτι κρυφά («τὴν ῥύμην τῶν ἱππέων τῷ μεταξὺ προϋπεκλύων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεκλύω «χαλαρώνω, εξασθενίζω»] … Dictionary of Greek